Η ΟΜΙΛΙΑ του Αρ. ΡΟΥΣΣΑΡΗ για την ΕΚΤΕΛΕΣΗ των 14 ΗΡΩΩΝ του ΕΛΙΚΩΝΑ 25-05-1942

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Επίγραμμα


Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.
Εδώ σηκώνει όλ’ η γη με τους αποθαμένους
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κε απάνω-απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες,
- χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια -
Κ’ είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ


Κυρίες και κύριοι,

Τα εμπνευσμένα λόγια του μεγάλου Έλληνα ποιητή Άγγελου Σικελιανού ταιριάζουν απόλυτα στην ηρωική πράξη των παλικαριών του Ζερικίου που έδωσαν τη ζωή τους στις 25 Μαΐου του 1942 για την πατρίδα και την ελευθερία.
Οι ήρωες του Ζερικίου δολοφονήθηκαν από τα φασιστικά Ιταλικά κτήνη, αγωνιζόμενοι σαν λιοντάρια έως τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής τους για ελευθερία, αν και ήταν κυριολεκτικά αλυσοδεμένοι.
Σ’ αυτούς τους ήρωες αξίζει πραγματικά ένα αιώνιο λεβέντικο πανηγύρι και όχι δάκρυα.
Πριν αναφερθώ στα συγκλονιστικά γεγονότα και στον ηρωικό θάνατο των 14 παλικαριών του Ζερικίου, αλλά και στα τραγικά γεγονότα που κυριολεκτικά αφάνισαν το Ζερίκι την περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής, θα περιγράψω όσο πιο σύντομα μου επιτρέπεται τις συνθήκες κατοχής στη Λιβαδειά και στα χωριά μας, την οργάνωση της αντίστασης, τις θέσεις των κατοχικών στρατευμάτων στη Λιβαδειά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής.
Η μπότα του Γερμανού κατακτητή πρωτοπάτησε τη Λιβαδειά τη δεύτερη μέρα του Πάσχα του 1941.
Εγκατέστησαν μικρή δύναμη με κατώτερο αξιωματικό κι ένα διερμηνέα.
Οι Ιταλοί ήλθαν στη Λιβαδειά ένα μήνα μετά τους Γερμανούς.
Μετά την ολοκλήρωση της κατοχής της Ελλάδος, η χώρα διαιρέθηκε σε ζώνες κατοχής.
Η Λιβαδειά και η Θήβα ήσαν στην Ιταλική κατοχή.
Η Ιταλική δύναμη των Ιταλών στη Λιβαδειά ήταν μεταξύ 3.000-3.500 ανδρών.
Στο ξενοδοχείο Ελικών διέμεναν ανώτεροι αξιωματικοί ενώ στο ισόγειο στο καφενείο Ελικών ήταν η Λέσχη Αξιωματικών.
Οι Ιταλοί αμέσως άρχισαν να φτιάχνουν πολυβολεία σε διάφορα παρατηρητήρια – νευραλγικά σημεία της πόλης.
Δίπλα έφτιαχναν 1-2 σπιτάκια όταν έβαλαν τις φρουρές.
Υπήρχαν ακόμη οι θέσεις που κάνανε μπλόκο. Όπως στο δρόμο προς Άγιο Αθανάσιο δίπλα στην τεχνική σχολή, στο σπίτι του Βρακά λίγο πιο πάνω από τη στροφή του Δάλκα, στο γήπεδο στη γωνία απέναντι από το νεκροταφείο, στη Δεξαμενή στο Κάστρο, στου Κουτσούρη το σπίτι πάνω στο Ζαγαρά.
Η Λιβαδειά είχε πληθυσμό περίπου 13.000 ενώ τα εργοστάσια βάμβακος ήταν ακόμα στην ακμή τους και εξασφαλίζονταν εργασία με πολλά εργατικά χέρια και εύρωστη οικονομία.
Το Ζερίκι ήταν ένα από τα πιο δυναμικά χωριά της επαρχίας μας.
Είχε περίπου 1.500 κατοίκους.
Η κυριότερη ασχολία ήταν η κτηνοτροφία αφού οι κτηνοτρόφοι του είχαν περί τα 80.000 αιγοπρόβατα και μεγάλα ζώα αγελάδες.
Από την άνοιξη μέχρι τα πρωτοβρόχια έβοσκαν τα κοπάδια τους στις πλαγιές του Ελικώνα και στις κοινοτικές εκτάσεις της περιοχής. Είχαν φτιάξει εκεί τα μαντριά, τις καλύβες, τις στρούγκες τους.
Από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη κατέβαιναν στα χειμαδιά και ξεχειμώνιαζαν στο γυαλό φτιάχνοντας τα κονάκια τους στον Κορινθιακό πίσω από το μοναστήρι του Αη Σεραφείμ.
Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες.
Οι οικογένειες καλλιεργούσαν τα πέτρινα χωράφια του Ελικώνα με σκληρή και επίμονη εργασία έβγαζαν το σιτάρι για το ψωμί ολόκληρης της χρονιάς και το άχυρο που θα τάιζαν τα ζώα τους επίσης για όλη τη χρονιά.
Είχε περίφημους υλοτόμους. Το δάσος του Ελικώνα προστάτευε και τροφοδοτούσε με τα θεόρατα έλατά του τους Ζερικαίους.
Οι υλοτόμοι του Ζερικιού εξασφάλισαν καυσόξυλα, ξυλεία για κατασκευές σπιτιών, σκεπών, πατωμάτων, αλλά κυρίως σημαντικό μέρος της ξυλείας πουλούσαν στη Λιβαδειά και στα γειτονικά καμποχώρια.
Υπήρχαν κτιστάδες, οικοδόμοι, αλλά και εργάτες και υπάλληλοι στα εργοστάσια και τα εμπορικά της Λιβαδειάς.
Οι περισσότερες οικογένειες ήταν πολύτεκνες και με πατριαρχική δομή, αφού παππούς, πατέρας, θείοι, παιδιά, εγγόνια, ανήψια, είχαν στενούς οικογενειακούς δεσμούς.
Μέσα στο χωριό υπήρχαν 13 καταστήματα, μπακάλικα, ταβέρνες, καφενεία, καπνοπωλεία.
Λειτουργούσε το σχολείο και είχε σταθμό χωροφυλακής.
Δύσκολα χρόνια, με φτώχεια αλλά πολλή αγάπη, λεβεντιά, ανθρωπιά, αξιοπρέπεια.
Η φωτιά του πολέμου δεν θα αργούσε να αφανίσει από το χωριό της λεβεντιάς και της εργατικότητας.
Οι πρώτοι μήνες των κατακτητών και των συμπατριωτών μας ήταν όπως οι σχέσεις της γάτας με το ποντίκι.
Η χώρα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της από τις ανθρώπινες θυσίες που είχε στο Αλβανικό Μέτωπο ενώ η οικονομία καθημερινά καταρρέει, αφού άρχισε να υφίσταται τους κραδασμούς της κατοχής των φασιστών κατακτητών.
Η πείνα, η φτώχεια, η σκλαβιά, η απελπισία άρχισε να κυριαρχεί στην ήσυχη και όμορφη ζωή που βίωναν μέχρι τότε οι συμπατριώτες μας.
Οι Γερμανοί τους πρώτους μήνες ήταν τυπικοί, δεν σε ενοχλούσαν αν δεν παραβίαζες τις διαταγές που έβγαζαν κυρίως για τις ώρες κυκλοφορίας.
Αντίθετα οι Ιταλοί δημιουργούσαν καθημερινά προβλήματα και ακρότητες στη ζωή της πόλης και τους πολίτες.
Ήταν βίαιοι, πιο επιθετικοί, αλαζόνες, παραβίαζαν τις εντολές που ελάμβαναν και ενοχλούσαν συχνά και απροκάλυπτα γυναίκες της πόλης.
Αν ήταν δυνατόν ν’ αντέξει ο Έλληνας τη σκλαβιά, τους προπηλακισμούς, την ταπείνωση, τη φυλακή, τα βασανιστήρια.
Αυτή η παθητική περίοδος της ανίχνευσης της πρωτόγνωρης κατάστασης τελείωσε το χειμώνα του 1941, έναν από τους πιο δραματικούς χειμώνας στην ιστορία του Ελληνισμού.
Από την άνοιξη του 1942 στην πόλη μας, στην επαρχία μας, στην υπόλοιπη Ρούμελη, αλλά και σε όλη τη χώρα άρχισε να φουντώνει το κίνημα της αντίστασης.
Αντάρτες αρχίζουν να εμφανίζονται στα χωριά της Βοιωτίας, ιδιαίτερα εκείνα που είναι σε ορεινές περιοχές και προσπαθούν να ξεσηκώσουν το λαό αλλά και τις διορισμένες αρχές σε πράξεις καθημερινής αντίστασης.
Οι κατοχικές διορισμένες αρχές έχουν αρχίσει να πανικοβάλλονται, γεγονός που αποτυπώνεται σε έγγραφα της εποχής.
Ο Παρνασσός κι ο Ελικώνας γίνονται τα λημέρια και τα καταφύγια των ανταρτών.
Τα χωριά του Ελικώνα Ζερίκι, Κυριάκι, Στείρι, Αγία Άννα, Αγία Τριάντα, Άγιος Γεώργιος, Δίστομο, θα γίνουν τα μετερίζια της αντίστασης στη Βοιωτία.
Στο Ζερίκι, που βρίσκεται στην καρδιά του Ελικώνα και είναι κοντά στη Λιβαδειά, δρουν πριν από τις αντιστασιακές οργανώσεις ληστοφυγόδικοι οι οποίοι είναι σε μόνιμη σύγκρουση με τα αποσπάσματα της χωροφυλακής.
Η Ιταλογερμανική κατοχή δίνει το έναυσμα για απροκάλυπτο πόλεμο μεταξύ αφ’ ενός των ληστοφυγόδικων και αφ’ ετέρου των αποσπασμάτων χωροφυλακής και στρατιωτικών δυνάμεων της κατοχής.
Αξίζει να αναφερθούν πραγματικά γεγονότα, που ήδη έχει καταγράψει η ιστορία, τα οποία συνέβησαν πριν και μετά τη μοιραία ημέρα του θανάτου των 14 παλικαριών για να αντιληφθούμε και να ζήσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής που βίωναν οι κάτοικοι του Ζερικίου και όλου του Ελικώνα.
Ο Καπετάν Θωμάς (Γιάννης Χατζηπαναγιώτης) στο βιβλίο του «Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη», έχοντας ζήσει τα γεγονότα περιγράφει με εύγλωττο τρόπο την κατάσταση που έζησε από κοντά.
«…… Συγκεκριμένα, το φθινόπωρο του 1942 ο Ελικώνας φλεγόταν από τις συγκρούσεις ανάμεσα σε αποσπάσματα χωροφυλακής, και σε ληστοφυγόδικους, τόσο ώστε ο αντίκτυπος έφθανε ως την Αθήνα. Το γεγονός έφθασε ως τ’ αυτιά του Άρη και της Κ.Ε. και με εντολή και των δυό, στάλθηκα τον Οκτώβριο του 1942 στη Λειβαδιά να δω τι γινότανε και παράλληλα να τους πληροφορήσω πως αντιμετωπίζει η οργάνωση της Λειβαδιάς την έξοδο μιας δικής της ανταρτοομάδας.
Οι σκόρπιες εδώ κι εκεί στον Ελικώνα ομάδες ληστοφυγόδικοι, από τη μια είχαν γίνει με την  πλιατσικολογική δράση τους πληγή για τους χωρικούς, από την άλλη είταν και εφιάλτης για τις συνεργαζόμενες με τους κατακτητές κατοχικές αρχές. Ήξεραν, βέβαια οι αρχές ότι οι ομάδες αυτές δεν είχαν σχέση με τις εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις και τους αγώνες τους, δεν παύαν όμως να μη σκύβουν το κεφάλι στον κατακτητή και να είναι γι’ αυτό ένα είδος αντάρτες σαν πολλούς από τους κλέφτες του Εικοσιένα, και ότι με τη σπίθα που καίει μέσα στην καρδιά του Έλληνα για το ανυπότακτο στο ζυγό, δεν αποκλειόταν να μετατραπούν μια μέρα πολλοί απ’ αυτούς σε αγωνιστές της ελευθερίας, να γίνουν μια δύναμη φθοράς για τον εχθρό, αν τους προσεταιρίζονταν οι συνειδητοί απελευθερωτές αντάρτες. Γι’ αυτό οι κατοχικές αρχές έδωκαν εντολή στη χωροφυλακή να εξαπολύσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για να εξοντώσει αυτούς τους λησταντάρτες. Οι λησταντάρτες στην περίπτωση αυτή, παρά τη μεγάλη πίεση από τα όργανα των κατακτητών, έδειξαν και αντοχή και μαχητικότητα και πρωτοφανή μεταξύ τους αλληλεγγύη. Μαχόμενη και κυκλωμένη η μεγαλύτερη από τις ομάδες αυτές, η ομάδα Αποστόλου πάλεψε σκληρά με τα τμήματα της χωροφυλακής. Και οι άλλες ομάδες, όταν είδαν ότι η ομάδα του Αποστόλου βρισκόταν σε πραγματικό κλοιό, χτύπησαν απ’ έξω τη χωροφυλακή για να ανακουφίσουν τους κυκλωμένους, κατέλαβαν αστυνομικά τμήματα, πυρπόλησαν ένα απ’ αυτά και προκάλεσαν έτσι ένα σοβαρό και αποτελεσματικό αντιπερισπασμό. Η χωροφυλακή αναγκάστηκε να διασπείρει τις δυνάμεις της και το αποτέλεσμα είταν να διαφύγει και να διασωθεί η ομάδα Αποστόλου.
Ο Ορέστης, στα γεγονότα αυτά δεν κράτησε σωστή στάση. Αδράνησε κι έμεινε απαθής, σαν να μη συνέβαινε τίποτε γύρω του. Ενώ η οργάνωση της Λειβαδιάς είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να είχε ταχθεί αλληλέγγυος με τους μαχομένους σ’ αυτή την κρίσιμη κατάσταση, που αντιμετώπιζαν, να τους συσπειρώσει, να τους στρέψει προς το μέρος των συνειδητών αγωνιστών, που πολεμούσαν με το όπλο στο χέρι τον κατακτητή, να αναπτύξει το εθνικό μίσος που είχαν εναντίον του και να τους χρησιμοποιήσει στον αγώνα με τη διάθεση που έδειχναν να εκδικηθούν τους διώκτες τους. Θα μπορούσε έτσι να ελευθερώσει μερικά χωριά από τη μάστιγα των «κοσπενταράδων», των χωροφυλάκων, να προσεταιριστούν πολλοί απ’ αυτούς και τη στιγμή που οι διάφοροι θεωρητικοί αρνούνταν τις δυνατότητες δημιουργίας αντάρτικου στην Αττικοβοιωτία εξαιτίας του ισχυρού πολεμικού μηχανισμού των κατακτητών και των οργάνων τους, ν’ αποδείξει στην πράξη, ότι, όχι μόνο δεν έλειπαν δυνατότητες, αλλά και διεξαγόταν κιόλας ένας κλεφτοπόλεμος μπροστά στα μάτια της Αθήνας.
…… Μπρος στην κατάσταση αυτή, ο οργάνωση της Λειβαδιάς, αναγκάστηκε να βγάλει δική της ανταρτοομάδα στις αρχές του 1943, με επικεφαλής τον Βαλάντο. Αυτή είναι η αλήθεια, όπως την έμαθα στη Λειβαδιά, όπου πήγα, και αυτήν ανάφερα στην έκθεση, που έκαναν στην Κ.Ε. και στον Άρη Βελουχιώτη».
Αυτή η κατάσταση συνεχούς κλεφτοπόλεμου στον Ελικώνα μεταξύ των ομάδων των ληστοφυγόδικων, οι οποίοι αρχίζουν σιγά-σιγά να εντάσσονται στις οργανώσεις των ανταρτικών δυνάμεων και των αποσπασμάτων χωροφυλακής, παίρνει άλλες διαστάσεις όταν οι Ιταλικές δυνάμεις κατοχής αρχίζουν τις επιδρομές στα χωριά του Ελικώνα.
Άπειρες οι συναντήσεις μεταξύ όλων των συνδέσμων αλλά και των ηγετών των αντιστασιακών οργανώσεων εγένοντο στο ηρωικό χωριό.
Από εδώ πέρασε κι έξω από το χωριό βρήκε καταφύγιο το Φεβρουάριο του 1943 ο Κρίστοφερ Γουντχάουζ, ο άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του Τσώρτσιλ, υπαρχηγός στην αρχή και αρχηγός κατόπιν της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα τον καιρό της κατοχής.
Να τι ανέφερε ο Καπετάν Θωμάς, ο οποίος τον συνόδευε σε μυστική αποστολή προκειμένου εκ μέρους του ΕΑΜ (τότε που όλοι αγωνίζονταν κατά της φασιστικής κατοχής) να τον μεταφέρει στη Λιβαδειά όπου από εκεί θα έπρεπε να τον μεταφέρουν ασφαλή  στον προορισμό του.
«…… Την άλλη μέρα προχωρήσαμε προς τη Λειβαδιά. Στο Ζερίκι είταν Ιταλοί. Το παρακάμψαμε και κονέψαμε στο μαντρί ενός τσοπάνου. Άφησα εκεί τον Κρις, μπήκα μόνος στη Λειβαδιά, ήρθα σ’ επαφή με την εκεί οργάνωση κι αυτή έστειλε στο μαντρί τον δασονόμο της περιοχής, Επαμεινώνδα Κονσόλα. Κρατούσε μαζί του και μια δεύτερη στολή δασονόμου, έντυσε μ’ αυτήν τον Κρις και τον έφερε στη Λειβαδιά, όπου μας φιλοξένησε και τους δυό στο σπίτι του. Τα χαράματα της έβδομης μέρας της πορείας μας, βρήκαν με οδηγό τον Κονσόλο στα λημέρια της ανταρτοομάδας της Λειβαδιάς, με καπετάνιο τον Βαλάντο».
Στα μέσα Μαρτίου 1943 επιστρέφει ο Άρης Βελουχιώτης από την Αθήνα και δυο ομάδες (Ρούμελης και Αττικοβοιωτίας), μπαίνουν στα χωριά σε τάξη παρέλασης, με επικεφαλής  τη γαλανόλευκη κι ο κόσμος ενθουσιάζεται.
Και η θριαμβευτική πορεία των ελασιτών συνεχίστηκε στα διάφορα χωριά με παράτες και λόγους. Μπήκαν στο Νιοχώρι, την Παλαιοπαναγιά, το Ζαγορά, το Στεβενίκο και φτάσανε στο Ζερίκι.
Στο Ζερίκι υπήρχε κι ο λησταντάρτης Αβορίτης με καμιά 30νταριά κλαρίτες. Ανέλαβε ο Άρης και τους έπεισε να δράσουν από κοινού κατά των κατακτητών. Κι αυτό έγινε, γιατί οι άνδρες του Αβορίτη, ένας – ένας πήγαινε κι έμπαινε μέσα στους ελασίτες.
Στο μεταξύ έφθασε εκεί και το Αρχηγείο της Λειβαδιάς. Είναι 40 ελασίτες με επικεφαλής τον αξιωματικό Βαγγέλη Χείλαρη (Εύριπο).
Παλαιότερα είχε προσπαθήσει να τους προσεταιριστεί ο Ορέστης, μα στην πιο κρίσιμη στιγμή τον εγκατέλειψαν. Τελευταία είχαν πάει στο αρχηγείο Παρνασσίδας, κουβέντιασαν με τον Νικηφόρο και τον Διαμαντή, συμφώνησαν, αλλά την άλλη ημέρα φοβισμένοι από την πολυπληθή δύναμη του Αρχηγείου, το έσκασαν.
Ο Νικηφόρος τους είχε ακολουθήσει μέχρι έξω από το Ζερίκι.
Η ταυτόχρονη άφιξη του Άρη Βελουχιώτη στο Ζερίκι θορύβησε τον Αβορίτη και τους άντρες του και προκειμένου να βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, όπως φοβόταν, παρήγγειλε στον απόστρατο ταγματάρχη Κωτσαδάμ που ζούσε στο Ζερίκι να τον φέρει σε επαφή με τον Άρη Βελουχιώτη και τον Τζήμα.
Ο Κωτσαδάμ έρχεται σε επαφή με τον Βελουχιώτη και τον Τζήμα στο σπίτι που διέμεναν στο Ζερίκι.
Από τη συνομιλία τους προκύπτει ότι σ’ αυτό τον αγώνα κατά των κατακτητών χρειάζεται ενότητα και δεν εξαιρείται κανείς.
Ο Κωτσαδάμ γνωρίζοντας ότι ο Αβοτίης και τα παλικάρια του έχουν στο παρελθόν διαπράξει αδικήματα κατά των πολιτών επιδιώξει να του εγγυηθούν οι δύο καπεταναίοι ότι αν δεν έλθουν σε συμφωνία και θελήσει να αποχωρήσει ο Αβορίτης να μην υπάρξουν συνέπειες εναντίον τους.
Ο Βελουχιώτης που άκουγε αμίλητος παίρνει το λόγο και λέει στον Κωτσαδάμ:
- Μπέσα θέλει, την έχει! Φώναξε τους γέροντες από το χωριό, φώναξε τον παπά!
- Δεν χρειάζεται άλλος, καπετάνιος, άμα το υπόσχεσαι εσύ.
- Πήγαινε φέρ’ τον. Μπέσα!
Για να πειστεί ο Αβορίτης, ο αρχηγός στέλνει μαζί με τον Κοτσαδάμ και τον Ορέστη. Φύγανε αυτοί μες στο χιόνι και μισή ώρα έξω από το χωριό συνάντησαν το τμήμα.
- Γιάννη, τα παλιά τα ξεχνάω, του λέει ο Ορέστης. Αλλά δε θα ξαναγίνουν.
- Όχι, Ορέστη, μπέσα για μπέσα. Να κατέβουν τα παλικάρια στο χωριό, ξύλιασαν εδώ πάνω.
Το θέαμα της εισόδου τους στο Ζερίκι είναι εξωπραγματικό και αποσβολώνει τον Τζήμα.
Τριάντα άνδρες, Ρουμελιώτες και Βοιωτοί, διαλεγμένοι ένας ένας, θηρία πραγματικά. Πρώτος πάει ο Αβορίτης, ένας γίγαντας με ντουλαμά, τσαρούχια και ένα τρίπατο φέσι στο κεφάλι του που είχε κεντημένο «Αρχηγός Αντάρτικου Σώματος». Πλάι ο γραμματικός του, ο Καραλής, με ιδίων διαστάσεων φεσάρα και ένα κυλινδρικό καλαμάρι περασμένο στην ειδική θήκη που είχε στο σελάχι του· αυθεντικό σελάχι και καλαμάρι του ’21.
Πίσω ακολουθούν οι Ζούφης, Φορτώσης, Σουλτανόγιαννος, Καλιακούδας, Σουλτάνης, Τσαγκαρογιώργος, Μαργαρίτης και οι υπόλοιποι, ιδίων διαστάσεων και εμφάνισης. Άλλος φοράει μεγάλη στολή αξιωματικού, άλλος επωμίδες συνταγματάρχη, άλλος μια μόνο επωμίδα πλωτάρχη, και όλοι μα όλοι συναγωνίζονται ποιος θα κρεμάσει επάνω του τα περισσότερα στολίδια, γαλόνια, αστέρια και χαϊμαλιά. Πέρα από αυτά, είναι οπλισμένοι ως τα δόντια και φαίνονται άνθρωποι που δεν έχουν για φιγούρα τα άρματά τους.
Ο Τζήμας έχει πάθει το σοκ της ζωής του· ως και ο Άρης Βελουχιώτης έχει μείνει έκθαμβος:
- Δεν πρέπει να τους χάσουμε αυτούς! λέει. Τέτοια θεριά δεν βρίσκονται εύκολα.
Αναλαμβάνει ο ίδιος τον προσηλυτισμό τους λέγοντας στον πολιτικό:
- Άσε με εμένα να κουβεντιάσω μ’ αυτά τα ζουλάπια.
Στο σχολείο του Ζερικίου, έβαλε τον Αβορίτη και τους άνδρες του στα θρανία, και αυτός με τον Τζήμα κάθισαν στη θέση του δάσκαλου. Πίσω τους σε πάγκους κάθισαν ισάριθμοι ελασίτες αντάρτες με αυτούς του Αβορίτη.
Περιγράφει  τα πλεονεκτήματα της ενοποίησης στην οργάνωση και συνεχίζει:
- Χαραμίζεστε έτσι μόνοι. Καθένας από σας είναι κι ένας καπετάνιος άξιος να κουμαντάρει πολλούς άλλους. Τριάντα είστε, τρακόσοι θα γίνετε μαζί μας. Αλλιώς θα σας φάνε ξεμοναχιασμένους τα αποσπάσματα κι οι Ιταλοί.
Ο Βελουχιώτης τονίζοντας το παράδειγμα του κλαρίτη της περιοχής Καραθανάση, που σκότωσε δύο συντρόφους και πήγε τα κεφάλια τους στις αρχές κατοχής για να εξασφαλίσει αμνηστεία καταφέρνει να πείσει τους συντρόφους του Αβορίτη να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Έτσι στο Ζερίκι παραμονές της 25ης Μαρτίου 1943 υπογράφεται συμφωνία μεταξύ των ανταρτικών δυνάμεων του Βελουχιώτη και του Αβορίτη για κοινό αγώνα κατά των κατακτητών.
Στο σχολείο του Ζερικίου υπογράφεται το ενοποιητικό σχέδιο που κρατούσε ο Τζήμας.
Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι στην καρδιά του Ελικώνα στο Ζερίκι οι αντάρτες βρίσκουν καταφύγιο, συμπαράσταση και αλληλεγγύη από τους κατοίκους του χωριού.
Το Ζερίκι έχει στοχοποιηθεί από τις Ιταλογερμανικές δυνάμεις κατοχής, που πλέον θα δείξουν το απάνθρωπο κτηνώδες προσωπείο τους που έγραψε τις πιο τρομακτικές στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Τα γεγονότα που αφάνισαν στην κυριολεξία το μαρτυρικό χωριό έχουν ως εξής:
Στις 20 Απριλίου του 1942 έρχονται στο Ζερίκι και λεηλατούν κυριολεκτικά το χωριό.
Γδύνουν στην κυριολεξία τον ρουχισμό απ’ όλα τα σπίτια, αφαιρούν όλα τα τρόφιμα από τα σπίτια και τις αποθήκες.
Παίρνουν όλα τα κοσμήματα και τα χρυσαφικά των γυναικών και παίρνουν περίπου 15 ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια).
Ο σκοπός είναι προφανής, θέλουν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους έτσι ώστε να αποκόψουν τις επαφές τους με τις αντάρτικες μονάδες.
Το ευτύχημα είναι ότι σ’ αυτή την πρώτη επιδρομή δεν σκοτώνουν ούτε τραυματίζουν κάποιον κάτοικο του Ζερικίου.
Η δεύτερη επιδρομή τους, που έγινε και στα υπόλοιπα χωριά του Ελικώνα (Κυριάκι, Αγία Άννα), έδειξε το μαύρο πρόσωπο και τα δολοφονικά ένστικτα του φασιστικού συνδρόμου.
Παντού φωτιά, εκτελέσεις, λεηλασίες, η φρίκη του πολέμου σε όλη την τραγική της διάσταση.
Οι Ιταλοί επανήλθαν στο Ζερίκι στις 22 Μαΐου 1942, αρχικά άρπαξαν στην κυριολεξία όσα τρόφιμα και ρουχισμό είχαν απομείνει από την πρώτη τους επιδρομή, πήραν επίσης 200 πρόβατα και 9 ημιόνους.
Ενώ, σε συνεργασία με τον Ενωμοτάρχη Παπαδάκη που υπηρετούσε στο χωριό, ζήτησαν από τους κατοίκους να παραδώσουν τα όπλα στο τμήμα του χωριού, όπως επίσης να παρουσιασθούν και όσοι είχαν αμνηστευθεί για διάφορα αδικήματα.
Ο ρόλος του Ενωμοτάρχη Παπαδάκη ήταν σίγουρα προδοτικός, αφού είχε μίσος κατά των ανταρτών και ζητούσε εκδίκηση για τον χαμό του επίσης αστυνομικού αδελφού του, που είχε σκοτωθεί σε σύγκρουση με τους αντάρτες έξω από τα Χώστια.
Την πρώτη ημέρα παρέδωσαν τα όπλα τους δύο μετέπειτα θύματα, ο Σεραφείμ Καλλιαντάσης και ο Ιωάννης Αλαφογιάννης.
Το γεγονός ότι τους άφησαν ελεύθερους (που όπως αποδεικνύεται ήταν παγίδα), έπαιξε ρόλο στο να προσέλθουν και τα υπόλοιπα παλικάρια για να παραδώσουν τα όπλα τους, αλλά η προειλημμένη απόφαση της εκτέλεσης άρχισε να δρομολογείται αφού συνελήφθησαν τα 14 παλικάρια στα οποία συμπεριλήφθηκαν και οι Καλλιαντάσης και Αλαφογιάννης.
Προσωρινό κρατητήριο υπήρξε το σπίτι του Ιωάννη Καντά, το οποίο είχε επιταχθεί.
Το απόγευμα της 25ης Μαΐου του 1942, ο Διερμηνέας ζήτησε τον παπα-Γιάννη Παπασπύρου για να μεταλάβει τα 14 κρατούμενα παλικάρια και τον Πρόεδρο του χωριού Στάμο Στάμο, ενώ ήδη μετέφεραν αλυσοδεμένα τα παλικάρια στο νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής Ζερικίου.
Όταν τα παλικάρια αντελήφθησαν τον σκοπό των φασιστών Ιταλών όρμησαν στην κυριολεξία εναντίον των Ιταλών στρατιωτών, οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν  με ότι μέσο διέθεταν.
Από τους πυροβολισμούς έσπασαν οι αλυσίδες του Παναγιώτη Κορογιάννου και του Κώστα Δήμου, οι οποίοι κατάφεραν να ξεφύγουν και να τρέξουν περίπου 300 μέτρα όπου κρύφθηκαν σε συστάδες θάμνων. Όμως είχαν γίνει αντιληπτοί από σκοπούς και εκτελέσθηκαν επιτόπου. Αυτός ήταν ο τραγικός και ηρωικός θάνατος των 14 παλικαριών του Ζερικίου, που έπεσαν αντρίκια και έδωσαν την ίδια τους τη ζωή για την πατρίδα και την ελευθερία.
Ήταν άντρες νέοι, στο άνθος της ηλικίας τους, λεβέντες, τίμια, εργατικά παλικάρια που δεν άξιζαν τέτοιας μοίρας.
Από εκείνη την τραγική ημέρα το Ζερίκι και τα παλικάρια δόθηκαν στην κυριολεξία στον αγώνα της αντίστασης κατά των Γερμανών και των Ιταλών.
Οι υπεύθυνοι των εγκλημάτων πολέμου που έζησε η Λιβαδειά και η πρώην επαρχία της από τον Αύγουστο του 1943 έως το τέλος του πολέμου ήταν οι Γερμανοί αξιωματικοί της φρουράς Λεβαδείας.
Ούτοι ήταν οι εξής:
1) Στρατιωτικός Διοικητής Λεβαδείας Λοχαγός Χόλμαν.
2) Υπολοχαγός Μπέκελ
3) Φρούραρχος Λεβαδείας Ανυπολοχαγός Χίλμπιχ
Τον Αύγουστο του 1943 εγκαταστάθηκε στη Λεβάδεια και η περιβόητη για τα απάνθρωπα εγκλήματά της Γκεστάπο.
Η υπηρεσία αύτη ονομαζόταν μυστική αστυνομία υπαίθρου εν αντιθέσει προς την Γκεσταπό, η οποία ήταν η ίδια υπηρεσία αλλά δρούσε στις πόλεις, και οι 2 υπηρεσίες όμως είχαν την ίδια αποστολή και ευθύνονται για τις ωμότητες, αγριότητες, βανδαλισμούς και εγκλήματα που διέπραξαν στην Ελλάδα.
Επικεφαλείς της εγκληματικής Γκεστάπο Λεβαδείας ήταν οι πιο κάτω αξιωματούχοι της Γερμανίας.
1)  Διοικητής της Γκεστάπο Λεβαδείας ο Ανθυπολοχαγός Κάρολος Πάαρ.
2) Υποδιοικητής και διερμηνέας αυτής ο υποψήφιος Αξιωματικός Παύλος και γνώστης της Ελληνικής γλώσσας άλλ’ αγνώστου προελεύσεως και εθνικότητος στην κυριολεξία «κάθαρμα».
3) Υποδιοικητής αυτής ο επιλοχίας Βίλυ Γιάννης.
Έφερε αντί εθνοσήμου την νεκροκεφαλήν επί του πηλικίου του, είχε όψη απαίσια, και καχεκτικός καθώς ήταν, αποκλήθηκε «ο χάρος της Λειβαδιάς» για την εγκληματική του δράση.
Αυτοί οι τρεις εγκληματίες, τα τρία αιμοδιψή ανήμερα θηρία, τα πραγματικά βάρβαρα απάνθρωπα κτήνη απάρτιζαν την τρομακτική τριανδρία υπό το πέλμα της οποίας μαρτύρησε κυριολεκτικά επί 1 ½ χρόνο η Λεβάδεια κι ολόκληρη η επαρχία της.
Αυτοί οι τρεις υπήρξαν εμπνευστές και διοργανωτές των περίφημων και απαίσιας μνήμης «μπλόκο» των Γερμανών.
Συχνά απεκλείετο η πόλη ολόκληρη από το Γερμανικό Στρατό, έτσι ώστε κανένας κάτοικος να μην έχει τη δυνατότητα να διαφύγει, όλοι οι άρρενες από 16 ετών και πάνω υποχρεούντο να συγκεντρωθούν σε ορισμένο μέρος, συνήθως στην κεντρική πλατεία, την Μητρόπολη, ή τα προαύλια των εκκλησιών.
Εκεί παρέμεναν αποκλεισμένοι στην ύπαιθρο για αρκετή ώρα, νηστικοί κάτω από άσχημες καιρικές συνθήκες (καύσωνα, βροχή, χιόνια) πολλές φορές και όλη την ημέρα, μέχρις ότου η τριανδρία της Γκεσταπό ενεργήσει τον έλεγχο των ταυτοτήτων.
Σε κάθε «μπλόκο» συλλαμβάνονταν και κρατούνταν από τους συγκεντρωμένους 1500-2000 κατοίκους, περί τα 200-250 άτομα που τα οδηγούσαν ως πρόβατα επί σφαγή στις φυλακές.
Ο πιο ανώδυνος βασανισμός, το ελάχιστο κατά το κοινώς λεγόμενο ήταν ο ξυλοδαρμός μέχρι αναισθησίας.
Στις 1 Οκτωβρίου 1943 η Γερμανική δύναμις Λεβαδείας  υπό τις διαταγές του λοχαγού Hollman επιχειρεί την πρώτη έξοδο από Λιβαδειά προς τα χωριά του Ελικώνα για ‘’εκκαθαριστική επιχείρηση των ανταρτών ανά τον Ελικώνα’’, όπως ονομάστηκε.
Ουσιαστικά όμως ο μόνος σκοπός του ήταν να καταστρέψει τα χωριά του Ελικώνα για την συμπαράσταση του προς τους αντάρτες.
Μια φάλαγγα έφυγε από τη Λιβαδειά προς το Δίστομο και κατεύθυνση το Κυριάκι.
Άλλη φάλαγγα η μεγαλύτερη από 80 αυτοκίνητα και 1500 άντρες έφθασε στην Αγία Τριάδα.
Άφησαν τα αυτοκίνητά τους εκεί και ξεκίνησαν για το Ζερίκι.
Ταυτόχρονα ανηφόριζε κατά του Ζερικίου άλλη δύναμη πεζικού από τη Λιβαδειά.
Στις 2 Οκτωβρίου 1943 το Ζερίκι έζωναν οι Γερμανοί.
Οι κάτοικοι είχαν προλάβει και είχαν φύγει από το χωριό παίρνοντας μαζί τους ότι χρήσιμο είχαν για να ζήσουν εκτός από 3-4 γερόντους και ανήμπορούς, τους οποίους όλως παραδόξως δεν κακοποίησαν οι Γερμανοί.
Το χωριό έγινε μια πυρακτωμένη λαμπάδα, από τα 400 σπίτια γλύτωσαν από σύμπτωση περίπου 10. Το Ζερίκι αφανίσθηκε στην κυριολεξία στις 2 Οκτωβρίου του 1943.
Από την φωτιά δεν γλύτωσε ούτε η εκκλησία του χωριού.
Οι κάτοικοι του Ζερικίου μαθημένοι στις κακουχίες, άντεξαν, δεν λύγισαν κι άρχισαν σιγά-σιγά με πρόχειρες κατασκευές, ξύλα, τσίγκια και υλικά ιδιαίτερα πισσόχαρτο που χορηγήθηκε από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό δια της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος να ξαναστήνουν τα πυρπολημένα και καταστρεμμένα σπίτια τους.
Άλλοι πήραν το δρόμο της μετοίκησης για χωριά που είχαν συγγενείς. Αρκετοί άρχισαν να ζητούν νέα εγκατάσταση σε συγγενικά και φιλικά σπίτια στη Λιβαδειά.
Το ίδιο σκηνικό των λεηλασιών και της πυρπόλησης έζησε δύο φορές το πονεμένο Ζερίκι στις 13 Απριλίου του 1944 και στις 2 Μαΐου 1944 από τα ίδια Γερμανικά κτήνη, οι οποίοι έφθασαν να καίνε ακόμη και τις πρόχειρες κατασκευές που είχαν γίνει από τα υλικά του Ερυθρού Σταυρού.
Σαν να μην έφθανε αυτό, αφού δεν βρήκαν να κάνουν πλιάτσικο κατέφυγαν να αρπάξουν 500 αιγοπρόβατα και όλα τα μεγάλα ζώα των πυροπαθών κατοίκων Γεωργίου και Ιωάννου Κυριάκου του Κων/νου Γ. Κωτσαδάμ, Ιωάννη Γ. Κωτσαδάμ, Πούλου Δ. Πούλου.
Αφού δε ελεηλάτησαν όλες τις ποιμενικές εγκαταστάσεις τους, τις πυρπόλησαν μετατρέποντας τες σε στάχτη.
Συνέλαβαν δε ως ομήρους τους Ιωάννη Χρ. Παπαθανασίου, Κων/νο Λ. Παπαθανασίου και Ιωάννη Γ. Παπαθανασίου, τους οποίους κράτησαν στο στρατόπεδο ομήρων Χαϊδαρίου πάνω από 5 μήνες.
Πρέπει να αναφέρω επίσης ότι στις 8 Ιανουαρίου 1944 είχαν σκοτώσει στην Πέτρα τον Κων/νο Ιωάννη Λούλο, τον οποίο είχαν συλλάβει ως όμηρο.
Προσπάθησα όσο πιο σύντομα να περιγράψω την τραγική ιστορία ενός πολύπαθου χωριού του Ζερικίου, που καταστράφηκε στην κυριολεξία απ’ αυτή τη φασιστική κι’ απάνθρωπη φυλή που σκόρπισε τον όλεθρο στη χώρα μας και σε όλο τον κόσμο.
Ζήσαμε όλα αυτά τα χρόνια με την αίσθηση και την πίστη ότι πρέπει να συγχωράμε αλλά να μην ξεχνάμε.
Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να ενωθούμε όλοι πάνω από κόμματα και ιδεολογίες και να ζητήσουμε πρώτα απ’ όλα από τους δικούς μας ηγέτες τη δικαίωση όλων αυτών των θυσιών του πολύπαθου Ελληνικού λαού.
Διαφορετικά η συγχώρεση αποτελεί άλλοθι και προδοσία της μνήμης των πάνω από 400.000 αθώων και ηρωικών θυμάτων των Γερμανοιταλών φασιστών.
Θέλω να ευχαριστήσω το Σύλλογο Ελικωνίων και τον Πρόεδρό τους κ. Κων/νο Πούλο και το Δ.Σ. για την τιμή που μου έκαναν να μιλήσω σ’ αυτή την τόσο σημαντική ημέρα μνήμης για το Ζερίκι, τη Λιβαδειά, την Ελλάδα.

Συγχωρέστε μου να σας διαβάσω ένα ποίημά μου αφιερωμένο στη μνήμη των 14 παλικαριών.

ΜΝΗΜΗ  14  ΗΡΩΩΝ
ΖΕΡΙΚΙ  25-5-1942

Τα μοιρολόγια αντιλαλούν
σ’ όλο τον Ελικώνα,
θρηνούν μανούλες τα παιδιά
γυναίκες κλαιν τους άντρες,
τα έλατα μαράθηκαν
κι οι αετοί δακρύσαν.
Πένθος στο όμορφο χωριό
όλοι φορέσαν μαύρα,
είκοσι πέντε του Μαγιού
μες στο σαρανταδύο
λεβέντες δεκατέσσερις εκτέλεσε
του φασισμού, το άγριο θηρίο.
Αφιέρωσαν τα νιάτα τους
για την ελευθερία
κι η ηρωική θυσία τους
έγραψε ιστορία.
Ζερίκι μας περήφανο
Ζερίκι τιμημένο
τα παλικάρια σου μην κλαις
ποτέ δεν θα πεθάνουν,
πρέπει οι επόμενες γενιές
μνημείο να τους κάνουν
και στις αθάνατες ψυχές
καντήλι να ανάβουν
να ‘ναι οι μνήμες τους ιερές
και αιώνια να δοξάζουν.



Οι κατά την επιδρομή της 25 Μαΐου 1942 φονευθέντες υπό των Ιταλών στο Ζερίκι, ηλικίας όλοι 20-30 ετών, είναι οι εξής:
  1) Ιωάννης Αλαφογιάννης
  2) Κωνσταντίνος Π. Δήμου
  3) Σεραφείμ Λουκ. Καλλιαντάσης
  4) Ιωάννης Δημ. Καρβούνης
  5) Νικόλαος Γ. Κολιούκος
  6) Παναγ. Ιω. Κορογιάννος
  7) Σταύρος Δημ. Κωτσαδάμ
  8) Βασίλειος Χαρ. Κωτσαδάμ
  9) Λουκάς Βας. Κωτσαδάμ
10) Δημήτριος Χαρ. Κωτσαδάμ
11) Λουκάς Δημ. Παπαθανασίου
12) Κωνσταντίνος Ιω. Πούλος
13) Κωνσταντίνος Οδυσ. Πούλος
14) Πούλος Ευαγ. Πούλος


Λεβάδεια 2-12-2013

Αριστείδης Κων. Ρούσσαρης
Δικηγόρος
πρώην Δήμαρχος Λεβαδέων
Μπουφίδου 8 – Λεβάδεια ΤΚ 32100
Τηλ. 2261023450   Fax 2261021393

E-mail: roussaris@hol.gr

Σχόλια