Η σφαγή στο Ζερίκι τον Μάιο του 1942

Η σφαγή στο Ζερίκι τον Μάιο του 1942

του Μιχάλη Λυμπεράτου

Το έγκλημα των δυνάμεων Κατοχής στο Ζερίκι, στις 25 Μαίου 1942, με τα 14 θύματα, αποτελεί απόδειξη τριών πραγμάτων για τα οποία ακόμα και η έρευνα της ιστορίας της Κατοχής είχε θολή εικόνα.
Πρώτον, ότι η πρακτική των μαζικών αντιποίνων των κατακτητών, που είχε ανασταλεί μετά τις εκατόμβες θυμάτων το φθινόπωρο του 1941, μια αναστολή που συνοδεύτηκε από διαβεβαιώσεις των αρχών Κατοχής ότι ο πληθυσμός δε κινδύνευε αν δεν τις απειλούσε, είχε ακυρωθεί πολύ πιο σύντομα από ότι αρχικά πιστευόταν, ήδη από την άνοιξη του 1942. Γιατί επρόκειτο για μια πρακτική συνυφασμένη με την φασιστική ιδεολογία, που δεν εξαρτιόταν μόνο, όπως διατείνονταν οι υπηρεσίες προπαγάνδας της Βέρμαχτ, από την πραγματική απειλή που συνιστούσε η ελληνική Αντίσταση, αλλά ήταν συναρτημένη με μια νοοτροπία που αποθέωνε τη βία ως βία, ακόμα και όταν αυτή ήταν τελείως άσκοπη. Ήταν μια πρακτική που δεν έκανε διακρίσεις αθώων και ενόχων, ούτε ηλικίας ή φύλου, αλλά προέβαινε σε εκτελέσεις επί τόπου, χωρίς καμία δικονομική διαδικασία, μόνο και μόνο ως ένδειξη υπεροχής, σθένους και αποφασιστικότητας έναντι των κατεκτημένων που έπρεπε να ζουν υπό μόνιμο καθεστώς τρομοκρατίας και φόβου.
Την διαπίστωση ότι την περίοδο αυτή, που έγινε και η σφαγή στο Ζερίκι, οι κατακτητές εγκαινίασαν νέο κύκλο πολιτικής μαζικών αντιποίνων, χωρίς καν να έχει συγκροτηθεί η Αντίσταση και να αναλάβει βίαιες ενέργειες, έκανε και το τότε Βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών. Συμπέραινε ότι εκδηλώνονταν πλέον με ιδιαίτερη σφοδρότητα νέα σειρά αντιποίνων μόνο και μόνο με αιτιολογικό το φόβο των αρχών Κατοχής ότι εξυφαινόταν οργανωμένη αντίσταση που δεν θα αργούσε να εκδηλωθεί. Σύμφωνα δε με οδηγίες προς την ηγεσία του BBC η βρετανική κυβέρνηση είχε ζητήσει να διερευνηθούν τα γεγονότα αυτά, τα οποία έπρεπε να προβληθούν, αφού δεν αφορούσαν παρά μια πρακτική προληπτικής καταστολής χωρίς καμιά πραγματική αιτιολογία, και για αυτό είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην βρετανική κοινή γνώμη. Μάλιστα οι Βρετανοί θεωρούσαν πολύ πιθανό ένα λουτρό αίματος στην Ελλάδα, ιδίως αν ο πληθυσμός αποφάσιζε πραγματικά να αναλάβει δράση, να εκδικηθεί ή ακόμα και αν απλά προσπαθούσε να προστατεύσει την ιδιοκτησία και τη ζωή του.
Η νέα τροπή στην πολιτική των κατακτητών σε σχέση με τα αντίποινα επιβεβαίωσε ο Γερμανός φρούραρχος των Αθηνών στις 5 Ιουνίου 1942 ανακοινώνοντας επίσημα την εκτέλεση 8 πατριωτών στις φυλακές Αβέρωφ για σαμποτάζ σε μεταφορές υλικών και προϊόντων που είχε αποσπάσει η Βέρμαχτ. Απειλούσε δε με αντίστοιχα αντίποινα όποιον δεν συμβιβαζόταν με τις εντολές των αρχών Κατοχής και απλά παρεμπόδιζε την υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας. Σε εφαρμογή της νέας τακτικής οι Γερμανοί εκτέλεσαν 2 μέρες μετά άλλους 50 κρατουμένους στο Ηράκλειο της Κρήτης επειδή διαπιστώθηκε κάποια δολιοφθορά σε γερμανικά φορτηγά.
Πράγματι, τα αντίποινα στο Ζερίκι και η εκτέλεση των 14 νέων δεν σχετιζόταν με κανένα άμεσο ένοπλο πλήγμα που δέχθηκαν από μια Αντίσταση που δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί, τουλάχιστον ένοπλα. Ήταν ανταπάντηση στην απλή απροθυμία των ανθρώπων να υποκύψουν στις ληστρικές απαιτήσεις των κατοχικών δυνάμεων, η αντίδραση των κατακτητών ακόμη και στη στοιχειώδη προσπάθεια του πληθυσμού να περισώσει το προϊόν που είχε παράξει, όντας απόλυτα εξαθλιωμένος και στα όρια του θανάτου από την πείνα.
Γιατί μπορεί εκτελέσεις να συνέβησαν και στα 1941 (Νιγρίτα Σερρών, 30 Οκτωβρίου 1941, Δοξάτο Δράμας, στις 30 Σεπτεμβρίου 1942, στο νομό Χανίων τον ίδιο μήνα ) αλλά εκεί οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι προφασίστηκαν ότι αμυνόταν σε στρατιωτικές επιθέσεις που δεχόταν, προσπαθώντας να επιβάλουν την εξουσία τους. Στην περίπτωση, όμως, της νέας μορφής των αντιποίνων που εμφανίστηκε την Άνοιξη του 1942 η κατοχική βία απευθύνονταν σε ανθρώπους, ούτε καν ένοπλους στην πρώτη φάση, που τιμωρούνταν με ειδεχθή τρόπο ακόμα και για την απλή απείθεια τους ή την προσπάθεια τους να επιβιώσουν και να προστατεύσουν τις περιουσίες τους.

Οι δολοφονίες στο Ζερίκι με αυτή την πραγματικότητα είχαν σχέση. Οι Ιταλοί επέδραμαν από τις 23 Μαίου 1942 στα χωριά της ευρύτερης περιοχής (Ζερίκι, Καπαρέλι, Κούκουρα -Αγ. Άννα) για να αποσπάσουν το παρακράτημα-χαράτσι που επέβαλαν σε κάθε αγρότη (το οποίο εξελίχθηκε να αφορά στην καταλήστευση του συνόλου της παραγωγής των περιοχών αυτών), να τιμωρήσουν τους αγρότες επειδή δεν τους το απέδωσαν αλλά και να συγκεντρώσουν τα κυνηγετικά όπλα που δεν είχαν παραδοθεί. Να σημειωθεί ότι, ειδικά το Ζερίκι, δεδομένης και της κτηνοτροφίας του, ήταν ο κύριος στόχος των κατακτητών τόσο για να τραφούν όσο και να για να διοχετεύσουν κρέας στη μαύρη αγορά.
Για αυτό αποφάσισαν όχι μόνο ως δήθεν τιμωρία να κατακλέψουν τα υπάρχοντα κοπάδια αλλά και να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, επιδεικνύοντας απίστευτη αγριότητα. Αγριότητα που αφορούσε στο γεγονός ότι επέλεξαν να εκτελέσουν τον ανθό του χωριού, νέους δηλαδή από 14 έως 48 ετών, με μέσο όρο ηλικίας τα 23 χρόνια. Αγριότητα, επίσης, που εκδηλώθηκε με τον ίδιο τον τρόπο της εκτέλεσης, όταν αλυσοδεμένοι οι 14 πυροβολήθηκαν αιφνιδιαστικά, με αναγκαστικούς θεατές μεγάλο τμήμα του χωριού που παρακολουθούσε την πομπή των νέων προς το σημείο εκτέλεσης χωρίς να περιμένει την εξέλιξη αυτή. Ο τρόπος που δόθηκαν οι χαριστικές βολές, η καταδίωξη και η εκτέλεση όσων αρχικά επέζησαν ήταν και αυτό τμήμα της κατατρομοκράτησης του πληθυσμού, πρακτικές στις οποίες είχαν εντρυφήσει οι φασίστες ήδη από την εποχή της ανόδου τους στην εξουσία στην Ιταλία και τη Γερμανία.

Το δεύτερο δεδομένο που ανέδειξε η εκτέλεση στο Ζερίκι ήταν ότι είχε εξίσου νωρίς ξεκινήσει η ελληνική αντίσταση να εκδηλώνει τις αρχικές μορφές της. Πρώιμα όχι με τη μορφή ένοπλων ομάδων αλλά με τη μορφή παθητικής αντίστασης, που σταδιακά εξελισσόταν σε μαζικές εκδηλώσεις απείθειας και σε έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό δολιοφθορών. Από τις πρώτες αυτές μορφές αντίστασης ήταν η απόκρυψη του αγροτικού προϊόντος που επεκτάθηκε και σε αιφνιδιαστικές εισβολές και αφαίρεση υλικών από πολίτες στις αποθήκες που τον προϊόν είχε συλλεχθεί, σε εφαρμογή του αναγκαστικού νόμου της 4ης Απριλίου 1942 της κυβέρνησης Τσολάκογλου να παρέχουν υποχρεωτικά οι κάτοικοι της υπαίθρου το 10% του προϊόντος τους για τις ανάγκες της κυβέρνησης και των αρχών Κατοχής. Δεδομένου ότι ο ίδιος ο νόμος άφηνε παράθυρο ώστε για σειρά προϊόντων, όπως το λάδι, το στάρι, ο αραβόσιτος, το γάλα κλπ, να αποσπώνται και σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από την θεσμικά επιβεβλημένη, έδωσε τη δυνατότητα να νομιμοποιηθεί η απόσπαση του συνόλου της αγροτικής παραγωγής με απλή απόφαση κάποιου αξιωματικού των δυνάμεων Κατοχής.
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι συνέβαινε στην ελληνική ύπαιθρο αν συνυπολογιστεί ότι το πρώτο ειδικά διάστημα της Κατοχής, ακόμη και ατομικά, Ιταλοί και γερμανοί στρατιώτες επιδίδονταν σε καθημερινές λεηλασίες-έκλεβαν ακόμη και σεντόνια ή κουβέρτες ή και τα πόμολα των θυρών από τα σπίτια που λεηλατούσαν-. Γιατί χωρίς επαρκές δίκτυο στρατιωτικής επιμελητείας και εξαιτίας της αδιαφορίας, ιδίως του Μουσολίνι, οι στρατιώτες των κατακτητών πεινούσαν και έτσι επιδίδονταν σε κλοπές για να τραφούν.
Το γεγονός κατέστησε τη ζωή των λιμοκτονούντων ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου εφιαλτική. Από ευρύτερες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου τόνοι από προϊόντα, και κυρίως λάδι, κρέας και γάλα, συγκεντρώνονταν από τους αξιωματικούς των δυνάμεων Κατοχής, χωρίς να τηρείται καν η ποσόστωση του 10%, και μεταφέρονταν στις κατά τόπους έδρες των κατοχικών αρχών. Μόνο τμήμα από το προϊόν αυτό έτρεφε έστω τους στρατιώτες των κατακτητών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος διοχετευόταν στη Γερμανία ή και στη Μαύρη Αγορά της Αθήνας, η οποία δεν ήταν, όπως ευρέως πιστεύεται, μια ανεξέλεγκτη διαδικασία, αλλά δημιουργήθηκε και ελεγχόταν πλήρως από τις μυστικές υπηρεσίες των Γερμανών και των Ιταλών.
Σε συνθήκες πλήρους αταξίας, χωρίς αστυνομικές αρχές, με συμμορίες, όχι μόνο των κατακτητών, να επιδίδονται σε πλιάτσικο και εκτεταμένη ζωοκλοπή, αλλά και με τους Ιταλούς όσο και τους Γερμανούς στρατιώτες πεινασμένους, ήταν φυσικό η εφαρμογή του μέτρου των επιτάξεων να μην τηρήσει καμία αρχή, να εξελιχθεί σε λεηλασία και οι κάτοικοι για να επιβιώσουν να δίνουν μάχες για να προστατεύσουν το λιγοστό τους προϊόν. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι κατακτητές βάφτιζαν ως κλοπή την απόκρυψη ή την απόσπαση από τις αποθήκες του προϊόντος που είχε συλλεχθεί και εκτελούσαν όσους τα αφαιρούσαν.
Δεν είναι τυχαίο ότι τον Απρίλιο του 1942 έγιναν μεγάλα συλλαλητήρια στην Καρδίτσα, το Άργος Ορεστικό, στην Πυλία στη Μεσσηνία, στην Αττική και αλλού από πολίτες που διαμαρτύρονταν για την βαριά αγροτική φορολογία και την καταλήστευση των αποθηκών. Σε αυτές τις εκδηλώσεις επενέβαιναν οι Ιταλοί και προέβαιναν σε αθρόες συλλήψεις ομήρων που σε λίγο εκτελούσαν ως κοινούς κλέφτες για παραδειγματισμό όσων απειθαρχούσαν στις κατοχικές εντολές.

Είναι, επομένως, αναμενόμενο ότι η πρώτη μορφή οργάνωσης της ενεργητικής αντίστασης κατά των κατακτητών ήταν οι ομάδες αυτοάμυνας για να αντιμετωπιστεί η αρπακτική διάθεση των κατακτητών. Ομάδες που περιπολούσαν στην είσοδο των χωριών, για να ειδοποιήσουν και να αποτρέψουν τη λεηλασία. Με αυτό συνδέονταν και η άρνηση παράδοσης των κυνηγετικών όπλων που είχαν όλες οι οικογένειες της υπαίθρου και μάλιστα παρότι οι κατακτητές είχαν ειδοποιήσει ότι θα εκτελούσαν τους κατόχους των όπλων αυτών. Πρώιμη αντίσταση ήταν και η καταστροφή των ξενόγλωσσων οδοδεικτών που είχαν τοποθετήσει οι κατακτητές σε πολλά σταυροδρόμια για να διευκολύνουν την έλευση των στρατευμάτων τους και των φορτηγών που μετέφεραν τα κλεμμένα προϊόντα. Επιπλέον το κόψιμο τηλεγραφικών καλωδίων, ακόμα και ο χλευασμός Ιταλών στρατιωτών, ήταν σαφείς μορφές μιας τέτοιας πρώιμης αντίστασης που είχε εκδηλωθεί.
Αυτή η περίοδος όπου η φρικτή οικονομική κατάσταση και η πείνα του χειμώνα του 1941 εξώθησε τους ανθρώπους να δίνουν μάχες γύρω από τις αποθήκες τροφίμων, και τους κατακτητές να τους εκτελούν, αρχίζει να βελτιώνεται κάπως την ίδια περίπου περίοδο που έγιναν οι εκτελέσεις στο Ζερίκι. Μετά την αλλαγή και της συμμαχικής πολιτικής αποκλεισμού έφτασαν τελικά στη χώρα τα τρία πρώτα πλοία του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού που μετέφεραν καναδικό στάρι στον λιμοκτονούντα πληθυσμό, που είχε πλέον πάνω από 250.000 θύματα από την πείνα του χειμώνα του 1941.
Ωστόσο, το κλίμα υπέρ της εθνικής αντίστασης είχε ήδη δημιουργηθεί, όπως και η απέχθεια απέναντι στους κατακτητές. Δεν ήταν πια οι πολίτες που προστάτευαν την παραγωγή τους, ήταν οι αντιστασιακοί που ήθελαν να πολεμήσουν κατά πρόσωπο τους κατακτητές. Είναι εντυπωσιακό της μεταβατικής στιγμής των γεγονότων του Ζερικίου το γεγονός ότι δέκα μέρες πριν τις εκτελέσεις στο Ζερίκι, έγινε στη Λαμία η μεγάλη σύσκεψη με τη συμμετοχή του Άρη Βελουχιώτη για την οργάνωση του ένοπλου αγώνα στη Φθιώτιδα και τη Βοιωτία, ενώ την ίδια μέρα της εκτέλεσης συνέπεσε να ανεβεί η πρώτη ανταρτο-ομάδα στο Βουνό στη θέση Γιαλιμά της Φθιώτιδας και η οποία έδωσε και τον πρώτο αντιστασιακό όρκο πίστης στον αγώνα.

Το τρίτο μύθο που κατέρριψε η εκτέλεση στο Ζερίκι ήταν ότι οι Ιταλοί δεν ήταν οι ειδεχθείς κατακτητές, ότι δεν έκαναν σφαγές, ότι η κατοχή τους ήταν «μαλακή» και ότι υπολείπονταν σε σκληρότητα από τους Γερμανούς. Βεβαίως η επιστημονική έρευνα τον έχει πλήρως ανατρέψει. Τόσο Έλληνες αλλά και Ιταλοί ιστορικοί έχουν αποδείξει ότι η Ιταλική κατοχή ήταν εξίσου ειδεχθής με τη γερμανική, ότι περιείχε αιματηρά αντίποινα, βιασμούς, λεηλασίες, πυρπολήσεις, ιεροσυλίες κλπ. Η διαφορά ήταν ότι η Κατοχή αυτή κράτησε λιγότερο από τη γερμανική, δεν είχε τις συσσωρευμένες φρικαλεότητες του τελευταίου έτους της Κατοχής που επέδειξαν οι πανικόβλητοι Γερμανοί λόγω της επικείμενης ήττας τους αλλά και οφειλόταν στην συμπάθεια που προκλήθηκε, όταν κάποιες ιταλικές μονάδες, μετά την συνθηκολόγηση τους, το Σεπτέμβριο του 1943, είτε συνεργάστηκαν με την ελληνική αντίσταση, είτε έπεσαν θύματα των Γερμανών, όπως η μεραρχία «Άκουι» που έδρευε στη Δυτική Ελλάδα και ξεκληρίστηκε από τους Ναζί.
Ήταν όμως και θέμα κατάλληλης διαχείρισης της ιστορίας από την μεταπολεμική ιταλική κυβέρνηση. Μάλιστα, σε πείσμα της κατασκευής του μύθου της μαλακής ιταλικής κατοχής, πολιτικοί παρατηρητές και Βρετανοί στρατιωτικοί σύνδεσμοι στα ελληνικά βουνά απέδιδαν στις λεηλασίες, τη βαναυσότητα, τις κλοπές και τις πυρπολήσεις σπιτιών, το κύριο λόγο εξαιτίας του οποίου δημιουργήθηκε η απέχθεια των κατοίκων έναντι στους κατακτητές. Ήταν οι Ιταλοί εκείνοι που πρωτοστάτησαν στις πρακτικές αυτές και εξαιτίας τους ξεπήδησε η εθνική αντίσταση.
Στην ίδια ενδουπηρεσιακή διαπίστωση προέβησαν και οι ίδιοι οι Γερμανοί, αποδίδοντας το μίσος των Ελλήνων εναντίον των Ιταλών στην αταξία που είχαν προκαλέσει στην ύπαιθρο, αφού όχι μόνο κατέκλεβαν τον πληθυσμό, αλλά είχαν συστήσει πραγματικά δίκτυα εγκληματικότητας σε συνεργασία με ελληνικές συμμορίες, οι οποίοι και εκτελούσαν πολίτες, όχι για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά για να τους τιμωρήσουν για την απείθεια τους στις απαιτήσεις των κυκλωμάτων ληστείας.

Είναι προφανές ότι γεγονότα όπως αυτά στο Ζερίκι αφορούν το πρώιμο στάδιο της εθνικής αντίστασης και εξηγούν τα αίτια και την προέλευση του φαινομένου της. Για αυτό πρέπει να καταγραφούν από την επιστημονική έρευνα γιατί διευκολύνουν αποφασιστικά στην κατανόηση της ευρύτερης περιόδου. Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις, όπως για αυτή στο Ζερίκι, οι καταγραφές είναι λίγες και φάνηκε ότι δεν αξιοποιήθηκε ποτέ ή τοπική μνήμη για να το προβάλει αποτελεί ένα σημαντικό πρόσκομμα ιστοριογνωσίας.
Ωστόσο, η ανάδειξη των γεγονότων αυτών είναι αναγκαία. Γιατί όπως ένας ιστορικός έλεγε ειδικά σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, όπως η σημερινή, ένας λαός αποπροσανατολίζεται, γίνεται παθητικός και αναπτύσσει αυτοκτονικές συμπεριφορές. Το κύριο αίτιο της εξέλιξης αυτής είναι ότι χάνει το πεδίο αναφοράς του, θολώνει η εικόνα της κοινωνικής και πολιτιστικής του ταυτότητας, αδυνατεί να στηριχθεί στις οικείες συνθήκες της εμπειρίας του. Και συστατικό στοιχείο αυτού του αυτό-καθορισμού και αναφοράς είναι η ιστορία του, που χάνει την αίγλη της και τοποθετείται στο περιθώριο της συλλογικής του εμπειρίας.
Υπό την έννοια η ανασύσταση της σχέσης των ανθρώπων με την ιστορία τους, η αναθέρμανση της, η αξιοποίηση της ως προσδιοριστικό στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας είναι επιτακτικής σημασίας. Μέσω αυτού μπορεί να ανακτηθεί ο χαμένος συλλογικός προσανατολισμός. Επιπλέον, διευκολύνει να σχηματιστούν τα αναγκαία επιχειρήματα ώστε να διεκδικηθούν οι οφειλές, οικονομικές και ηθικές, από την παγκόσμια κοινότητα σε μια εποχή που η έννοια του χρέους συρρικνώνεται σε απλές οικονομικές δοσοληψίες.
Αλλά πέραν αυτού, για μια μικρή κοινωνία, που αριθμούσε στα 1940 913 κατοίκους και έχασε 14 από αυτούς με το βίαιο τρόπο της εκτέλεσης, η επαφή με την ιστορία είναι και στοιχείο απόδοσης τιμής στους πεσόντες αλλά και στην υπόλοιπη κοινωνία που για ολόκληρες δεκαετίες προσπαθούσε να γιατρέψει τις πληγές της. Επιπλέον, αυτή η μάχη με τη λήθη αποτελεί σημείο αναφοράς και παράγοντα αξιοποίησης ακόμα και της τωρινής συλλογικής ζωής.
Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την πυρπόληση των χωριού στις 2 Οκτωβρίου 1943, υπό το πρόσχημα ότι έδωσε άσυλο στους αντάρτες του 34 Συντάγματος του ΕΛΑΣ με το οποίο μια μέρα πριν οι Γερμανοί συγκρούστηκαν στη Θέση Στενή. Αν και οι κάτοικοι γλύτωσαν γιατί έγκαιρα εκκένωσαν το χωριό, κανένα από τα 350 σπίτια του δεν έμεινε όρθιο.

Συμπερασματικά, η περίπτωση του Ζερικίου αποδεικνύει γιατί ήταν επιβεβλημένη η εθνική αντίσταση και ότι αυτό που την προκάλεσε αρχικά ήταν υπεράνω πολιτικών ή πατριωτικών επιλογών. Ήταν τμήμα ενός αγώνα επιβίωσης γιατί αυτό που υφίστατο η χώρα, με την καταλήστευση των πρώτων πηγών και των οικονομικών της υποδομών, υφίστατο και ο κάθε πολίτης ξεχωριστά. Ήταν και αυτός θύμα της προσπάθειας των κατακτητών να απομυζήσουν τις κατεχόμενες οικονομίες, να επιστρατεύσουν το εργατικό τους δυναμικό στα γερμανικά εργοστάσια και να εξασφαλίσουν απρόσκοπτη τροφοδότηση της γερμανικής και ιταλικής κατανάλωσης με αγροτικά προϊόντα πρώτης ποιότητας. Γιατί τα προϊόντα που οι στρατιώτες τους κατέκλεβαν από τα ελληνικά χωράφια και μποστάνια, τις αποθήκες και τα χειμαδιά κατέληγαν στις λαϊκές αγορές της Ρώμης και του Βερολίνου η στο στρατό της Βέρμαχτ στο ανατολικό μέτωπο.

.

Σχόλια