Κύριε Πρόεδρε του συλλόγου Ελικωνίων,
Κύριοι του Διοικητικού Συμβουλίου,
Κυρία Δήμαρχε,
Κυρίες και Κύριοι,
Με βαθύ αίσθημα ευθύνης συγκεντρώνω και ταξινομώ ότι υλικό πέφτει στα χέρια μου το οποίο έχει σχέση με τη λαογραφία της περιοχής μας. Αφήσαμε πολύ πολύ χρόνο να πάει χαμένος και δεν αξιοποιήσαμε τις γιαγιάδες, αυτές τις αφηγήτριες του παραμυθιού, της παροιμίας και της τοπικής παράδοσης.
Όλοι οι ηλικιωμένοι που φεύγουν από τη ζωή παίρνουν μαζί τους ένα ατόφιο κομμάτι ζωής με τα ήθη, τα έθιμα και τη γλώσσα τα οποία τηρούσαν όπως ακριβώς τα κληρονόμησαν από τους προγόνους τους. Είναι τιμή για το Διοικητικό Συμβούλιο των Ελικωνίων να θέλουν απόψε να μας ταξιδέψουν σ' ένα κόσμο που έφυγε αλλά άφησε παρακαταθήκη τις ρίζες του που αναζητούμε εμείς σήμερα.
Αποτέλεσμα λοιπόν της προσπάθειας μου ήταν να μαζέψω όσο περισσότερο υλικό μπορούσα για τις παραδόσεις και την τελετουργία του γάμου στα χωριά του Ελικώνα για τη περίοδο 1850-1930 και προσπάθησα να αποδώσω με πολύ σεβασμό όσο πιο πιστά μπορούσα αυτό το μυστήριο που λέγεται γάμος.
Σ΄ όλες τις περιπτώσεις για να φτάσει ένα ζευγάρι στο γάμο έπρεπε οπωσδήποτε να προηγηθεί προξενιό το οποίο ακολουθούσε μια διαδικασία καθιερωμένη χωρίς μεταβολές στο πέρασμα του χρόνου.
Συνήθως το προξενιό το αναλάμβαναν οι γυναίκες διότι χρειαζότανε ευγλωττία και κάποια καπατσοσύνη. Έπρεπε μερικές φορές να υπερβάλουν σε κάποια πράγματα, να τονίσουν κάποια χαρίσματα και να παραλείψουν κάποιες αδυναμίες. Τέτοιες ικανότητες δεν τις διέθεταν οι άντρες.
Εκείνη την εποχή πίστευαν ότι η ένωση με τα δεσμά του γάμου ριζώνει μια οικογένεια ανοίγει ένα σπίτι και επεκτείνει ένα σόι. Ο κύκλος αυτών που μετείχαν στο προξενιό ήταν πολύ μικρός. Η προξενίτρα και ένα, δύο άτομα που ανήκαν στο στενό περιβάλλον των δύο οικογενειών. Όλα γίνονταν με άκρα μυστικότητα. Οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν κατά προτίμηση τη νύχτα που τους προστάτευε από τα αδιάκριτα βλέμματα των συγχωριανών τους.
Όταν το πράγμα προχωρούσε τότε ερχότανε η ώρα να πάρουν το λόγο οι άνδρες. Αυτοί κανόνιζαν και πήγαιναν σε κάποιο μαγαζί όπου με τους στενούς συγγενείς και παρέα μ' ένα ποτήρι κρασί κουβέντιαζαν χωρίς να κινούν υποψίες στους γύρω τους για το θέμα της συζήτησης τους.
Μετά την αποδοχή της πρώτης πρότασης από την πλευρά της οικογένειας της κοπέλας, άρχιζε το ενημερωτικό στάδιο.
Μπορεί οι οικογένειες να ήταν γνωστές μεταξύ τους καθώς τα χωριά ήταν μικρά όπως και οι περιφέρειες και όλοι λίγο πολύ γνωρίζονταν μεταξύ τους. Όμως αυτό δεν έφτανε, έπρεπε να ειπωθούν ορισμένα πράγματα με περισσότερες λεπτομέρειες τόσο για τις δύο οικογένειες όσο και για το σόι ολόκληρο.
Εξέταζαν λοιπόν τις συμπεριφορές των δύο οικογενειών και τη γνώμη που είχε γι' αυτούς το χωρίο. Όταν και σ' αυτό το στάδιο πήγαιναν καλά τα πράγματα ακολουθούσε το επόμενο βήμα. Η οικογένεια του γαμπρού μάθαινε επίσημα τι προίκα θα έπαιρνε η κοπέλα. Από δω και πέρα ανακατώνονταν από τη μεριά του γαμπρού περισσότεροι άντρες.
Αφού τα βρίσκανε και στο θέμα της προίκας τότε οι δύο πατεράδες και μερικοί στενοί συγγενείς έκαναν μια συνάντηση σε κάποιο καφε-οινοπαντοπωλείο για την εποχή που λειτουργούσε και ως ταβέρνα.
Ύστερα από μια άσχετη κουβέντα κάποιος διέκοπτε και έμπαιναν στο θέμα. Η στιγμή αποκτούσε επισημότητα όταν το λόγο έπαιρνε ο πατέρας της κοπέλας.
Με λόγια μετρημένα και καλοζυγισμένα και με τη μπέσα που διέκρινε τον Αρβανίτη έλεγε ότι αποδέχεται την πρόταση που του κάνουν και τον συγκεκριμένο νέο για γαμπρό του. Τότε σηκωνότανε ο πατέρας του γαμπρού και έδινε το χέρι του στον πατέρα κοπέλας λέγοντας να μας ζήσουν τα παιδιά μας.
Στη συνέχεια κερνούσαν τους θαμώνες του μαγαζιού και έριχναν τρείς πυροβολισμούς στον αέρα ενέργεια που ισοδυναμούσε με αναγγελία του γεγονότος.
Ακούγοντας τους πυροβολισμούς από το σπίτι της νύφης καταλαβαίνανε ότι το προξενιό έχει τελειώσει. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι με το που έδιναν τα χέρια, υπέγραφαν και το προσύμφωνο της συμφωνίας το οποίο συνυπογράφανε και οι παρευρισκόμενοι.
Στη συνάντηση, τη συζήτηση για τη συμφωνία ο γαμπρός απουσίαζε. Εκπρόσωπος του σε όλα και με απόλυτο δικαίωμα έκφρασης και άποψης ήταν ο πατέρας του. Ο γαμπρός πήγαινε τελευταίος στο σπίτι της νύφης συνοδευόμενος από δύο στενούς τους φίλους.
Για την υποδοχή του γαμπρού επικρατούσαν τ' ακόλουθα: Η πεθερά άνοιγε την πόρτα και κάποιος από πίσω πέταγε ένα σίδερο στα πόδια του γαμπρού. Ο ήχος του σίδερου ήταν σημάδι πως μπαίνει μια νέα δύναμη στο σπίτι καθώς και ειδοποίηση και για τους άλλους πως αυτός που μπήκε ήταν ο γαμπρός. Στη συνέχεια έπαιρναν τις θέσεις τους στο τραπέζι που ήταν αυστηρά καθορισμένες.
Οι πιο ομιλητικοί από τους καλεσμένους άνοιγαν την κουβέντα για θέματα γενικού ενδιαφέροντος. Μετά από λίγο η ατμόσφαιρα ζεσταινόταν και οι δύο οικογένειες ένιωθαν πιο άνετα.
Εκεί σηκώνονταν και χόρευαν τον πρώτο χορό, το μικρό καγκέλι, που ήταν η αναγγελία των αρραβώνων ενώ στο γάμο χόρευαν το μεγάλο καγκέλι που ήταν πιο χαρούμενο.
Έτσι τελείωνε ένα πετυχημένο προξενιό και προχωρούσαν για τον γάμο που σήμερα είναι ο μεγάλος κατηγορούμενος.
Κλείνοντας θέλω να τονίσω πως αυτή η επαφή με τις ρίζες κρατάει το λαό μας ενωμένο και με κάποια σημεία αναφοράς αποτελεί την ταυτότητα αναγνώρισης μας ανάμεσα στους λαούς και σημαντικό υπόβαθρο για το μέλλον και την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου